Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σακούλι
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακούλι το [sakúli] Ο44 : μικρός σάκος, συνήθ. από ύφασμα, που σουρώνει στο επάνω μέρος. ΠAΡ Φασούλι* το φασούλι γεμίζει το ~.

[μσν. σακούλι(ο)ν υποκορ. του αρχ. σάκκ(ος δες στο σάκος) -ούλιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακουλιάζω [sakulázo] Ρ2.1α μππ. σακουλιασμένος : (προφ.) για ύφασμα που έχει χάσει την ελαστικότητά του και δεν εφαρμόζει πια καλά ή για δέρμα που έχει χαλαρώσει: Σακούλιασε το παντελόνι στα γόνατα. Σακούλιασαν τα μάτια της, έχουν δημιουργήσει από κάτω σακούλες.

[σακούλ(α) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακούλιασμα το [sakúlazma] Ο49 : (προφ.) το αποτέλεσμα του σακουλιάζω.

[σακουλιασ- (σακουλιάζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακουλίσιος -α -ο [sakulísxos] Ε4 : Σακουλίσιο γιαούρτι, γιαούρτι της σακούλας.

[σακούλ(α) -ίσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go