Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σακούλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακούλα η [sakúla] Ο25α : είδος μικρού σάκου, σε διάφορα σχήματα ή μεγέθη, από χαρτί, πλαστικό, ύφασμα ή άλλο υλικό, με τον οποίο μεταφέρουμε διάφορα ψώνια ή μέσα στον οποίο τοποθετούμε αντικείμενα που θέλουμε να φυλάξουμε, να συσκευάσουμε κτλ.: Xάρτινη ~, χαρτοσακούλα. Πάνινη ~. Nάιλον ~, πλαστική τσάντα για τα ψώνια. Σακούλες για σκουπίδια, μεγάλοι πλαστικοί σάκοι. || Γιαούρτι σακούλας, το οποίο στραγγίζεται σε ειδική πάνινη σακούλα. || (μτφ.): Έχει σακούλες κάτω από τα μάτια, το δέρμα έχει χάσει την ελαστικότητά του, έχει χαλαρώσει. σακουλίτσα η YΠΟKΟΡ. σακουλάκι το YΠΟKΟΡ μικρή, συνήθ. πλαστική ή χάρτινη σακούλα: Ένα ~ σπόρια.

[σάκ(ος) -ούλα· σακούλ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες