Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σακουλεύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακουλεύομαι [sakulévome] Ρ5.2β : (λαϊκ.) αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο, την απάτη κτλ.· υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κτ. το οποίο προσπαθούν να μου κρύψουν: Πήγαν να με ρίξουν στη μοιρασιά μα εγώ την είχα σακουλευτεί τη δουλειά.

[τουρκ. şakull(e)- `μετράω το βάθος με βαρίδι, υπολογίζω΄ -εύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες