Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σακαράκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακαράκα η [sakaráka] Ο25α : χαρακτηρισμός παλιού και ουσιαστικά άχρηστου οχήματος, που όμως εξακολουθεί να κυκλοφορεί. || (επέκτ.) κάθε παλιό, ογκώδες και υπερβολικά φθαρμένο αντικείμενο.

[παλ. σημ.: `παλιό σπαθί, παλιό αντικείμενο΄ < παλ. ιταλ. saracca `σπαθί΄ με εισαγωγή του συμφ. [k] και επανάληψη του φων. της προηγούμενης συλλ. κατά τα “κορακίστικα”]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες