Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σακίδιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακίδιο το [sakíδio] Ο42 : είδος τσάντας, κυρίως εκδρομικής ή στρατιωτικής, σε σχήμα μικρού σάκου, η οποία κρεμιέται στην πλάτη από δύο λουριά που περνιούνται από τους ώμους.

[λόγ. < ελνστ. σακκίδιον υποκορ. του αρχ. σάκκος (δες στο σάκος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες