Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σακάτικος -η -ο [sakátikos] Ε5 : (οικ.) που έχει κάποια αναπηρία: Σακάτικο ζώο. || για μέλος του σώματος που έχει υποστεί μόνιμη αναπηρία: Σακάτικο χέρι / πόδι.
[σακάτ(ης) -ικος]



