Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαδιστής ο [saδistís] Ο7 θηλ. σαδίστρια [saδístria] Ο27 : 1. (ψυχιατρ.) αυτός που στη σεξουαλική του ζωή έχει σαδιστικές τάσεις. 2. αυτός που αισθάνεται ηδονή, όταν βασανίζει τους άλλους ή όταν τους βλέπει να υποφέρουν. || (ως επίθ.): ~ δολοφόνος.
[λόγ. < διεθ. sad(isme) = σαδ(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. σαδισ(τής) -τρια]



