Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαγονιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαγονιά η [saγoná] Ο24 : (προφ.) 1. χτύπημα που δίνεται στο σαγόνι ή χτύπημα με το σαγόνι. 2. (μτφ., λαϊκ.) υπέρογκος λογαριασμός.

[σαγόν(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες