Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαγματοποιός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαγματοποιός ο [saγmatopiós] Ο17 : τεχνίτης που κατασκευάζει σαμάρια.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. σαγματοποιός < σαγματ- (σάγμα) -ο- + -ποιός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go