Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαγηνευτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαγηνευτής ο [sajineftís] Ο7 θηλ. σαγηνεύτρα [sajinéftra] Ο25 : αυτός που σαγηνεύει. || (ως επίθ., λογοτ.): Σαγηνεύτρα θάλασσα / ματιά / φωνή.

[λόγ. < ελνστ. σαγηνευτής `ψαράς με σαγήνη΄ κατά τη σημ. του σαγηνεύω· λόγ. σαγηνευ(τής) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες