Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαβαγιάρ το [savajár] & σαβουαγιάρ το [savuajár] Ο (άκλ.) : είδος μπισκότων που χρησιμοποιούνται ως βάση για την παρασκευή γλυκισμάτων.
[λόγ. < παλ. γαλλ. savoyard και αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.]