Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σίχαμα το [síxama] Ο49 : για πρόσωπο ή πράγμα που μας προκαλεί σιχασιά, αηδία.
[σιχα- (σιχαίνομαι) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιχαμάρα η [sixamára] Ο25α : το αίσθημα της αηδίας· η σιχασιά: Nιώθω ~ όταν βλέπω αυτή τη βρομιά / αυτόν τον άνθρωπο.
[μσν. σιχαμ(ός δες στο σιχαμερός) -άρα]