Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σέβω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σέβω [sévo] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (νομ.) σέβομαι.

[λόγ. < αρχ. σέβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες