Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάτυρος ο [sátiros] Ο20α : 1. Σάτυρος, δευτερεύουσα θεότητα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας· ακόλουθος του Διονύσου με μορφή νέου άνδρα, ουρά, πόδια και κέρατα τράγου: Xορός Σατύρων και Σιληνών. 2. (μτφ.) άνδρας, συνήθ. κάποιας ηλικίας, ακόλαστος και λάγνος ο οποίος ασελγεί σε νεαρά άτομα.
[λόγ. < αρχ. Σάτυρος]