Παράλληλη αναζήτηση
31 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάρα η [sára] Ο25α : μόνο στη ΦΡ η ~ (και) η μάρα (και το κακό συναπά ντημα), μειωτικά, για συρφετό ανθρώπων.
[σαρ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαραβαλιάζω [saravalázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. σαράβαλο, το διαλύω, το ξεχαρβαλώνω, αχρηστεύω το μηχανισμό του: Mου σαραβάλιασες το ρολόι / το αυτοκίνητο. Tο σπίτι έχει πια σαραβαλιαστεί. Οι πόρτες είναι σαραβαλιασμένες. || για άνθρωπο με πολλά προβλήματα υγείας: Γέρασα και σαραβάλιασα / σαραβαλιάστηκα.
[σαράβαλ(ο) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαραβάλιασμα το [saraválazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του σαραβαλιάζω.
[σαραβαλιασ- (σαραβαλιάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαράβαλο το [sarávalo] Ο41 : 1. για οτιδήποτε (μηχάνημα, όχημα, οίκημα κτλ.) που είναι τόσο παλιό και φθαρμένο, ώστε στην ουσία έχει αχρηστευθεί: Tο σπίτι / το αυτοκίνητο / το ποδήλατο έγινε ~. 2. (μτφ.) για άνθρωπο συνήθ. μεγάλης ηλικίας, με πολλά προβλήματα υγείας.
σαραβαλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, συνήθ. ως συναισθηματικά φορτισμένος χαρακτηρισμός παλιού αυτοκινήτου. [ίσως ελνστ. σαράγαρον `είδος αμαξιού΄ (τροπή [γ > v] ;) με ανομ. υγρών συμφ. [r-r > r-l] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαραγλί το [saraγlí] Ο43 : είδος σιροπιαστού γλυκού.
σαραγλάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. (διαλεκτ.) sarağlι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαράι το [sarái] & σεράι το [serái] Ο45 : επίσημη διαμονή του Οθωμανού σουλτάνου ή του διοικητή οθωμανικής επαρχίας.
[μσν. σαράι < τουρκ. saray (από τα περσ.)· τροπή [a > e] (;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάρακας ο [sárakas] Ο5 : (λαϊκότρ.) το σαράκι.
[ελνστ. σάραξ, αιτ. -ακα `σκόρος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Σαρακηνός ο [sarakinós] Ο17 : μεσαιωνική ονομασία των Aράβων.
[ελνστ. Σαρακηνός < αραβ. sarqī `ανατολίτης΄ (δηλ. κάτοικος της Aιγύπτου ή της Παλαιστίνης)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαράκι το [saráki] Ο44 : 1. έντομο που κατατρώει το ξύλο. 2. (μτφ.) μακροχρόνιος ψυχικός πόνος, καημός που δεν εκδηλώνεται και γι΄ αυτό φθείρει: Είχε μέσα του το ~ της ζήλιας. H αγάπη είναι ~. Tον τρώει / τον έφαγε το ~ του γιου του.
[μσν. *σαράκιον υποκορ. του ελνστ. σάραξ (δες στο σάρακας)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρακιάζω [sarakázo] Ρ2.1α μππ. σαρακιασμένος : (οικ.) για ξύλο που έχει καταστραφεί από το σαράκι.
[σαράκ(ι) -ιάζω]