Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάρακας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάρακας ο [sárakas] Ο5 : (λαϊκότρ.) το σαράκι.

[ελνστ. σάραξ, αιτ. -ακα `σκόρος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες