Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάουνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάουνα η [sáuna] Ο27α : είδος ατμόλουτρου φινλανδικής προέλευσης, καθώς και η αντίστοιχη εγκατάσταση: Kάνω ~. Έχει ~ στο σπίτι του.

[λόγ. < γερμ. ή αγγλ. sauna (από τα φιλανδικά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες