Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάμπως
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάμπως [sámbos] επίρρ. : (προφ.) 1. διστακτικό· εισάγει καταφατική ή αποφατική ρητορική ερώτηση, η οποία ισοδυναμεί αντίστοιχα με έντονη άρνηση ή κατάφαση· μήπως, σάματι: ~ ήξερε πού θα κατέληγε;, καθόλου δεν ήξερε. ~ και ο ίδιος δεν το ήθελε;, και ο ίδιος το ήθελε πάρα πο λύ. 2. παρομοιαστικό· σαν να· εισάγει, συνήθ. μαζί με το να: α. δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις που δηλώνουν υποθετική παρομοίωση, κτ. που κατά τη γνώμη του ομιλητή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Mιλούσαν ~ να γνωρίζονταν χρόνια. Γιατί ξεφωνίζεις ~ να σε σκοτώνουν στο ξύλο; β. κύριες προτάσεις με τις οποίες εκφέρεται η γνώμη του ομιλητή: ~ να τα παραλές καημένε!, μου φαίνεται πως τα παραλές. ~ να έχει δίκιο, θαρρώ πως έχει δίκιο. || μετριάζει τη σημασία κάποιου όρου της πρότασης: ~ καλά να μας τα είπε, αρκετά καλά, πολύ καλά. ~ να ξαλάφρωσα με αυτά που σου είπα, ξαλάφρωσα αρκετά, ανακουφίστηκα. γ. (λογοτ., λαϊκότρ.) σε ελλειπτικό λόγο, πριν από ουσιαστικό: Mιλούσε στο δάσκαλό του ~ σε άνθρωπο που εμπιστεύεται. T΄ αστέρια λαμπυρίζανε ~ δροσοσταλίδες.

[σαν + πως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες