Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σάλτσα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάλτσα η [sáltsa] Ο25 : ρευστό και λιπαρό παρασκεύασμα από λάδι ή βούτυρο, αλάτι, διάφορα μπαχαρικά, ντομάτα κτλ., με το οποίο περιχύνουμε διάφορα φαγητά: Kρέας με κόκκινη ~. Άσπρη ~. ~ ντομάτα. ~ μπεσαμέλ. Mακαρόνια με ~. Δένω* τη ~.

[μσν. *σάλτσα (πρβ. μσν. σάρτσα) < ιταλ. salsa με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ. ή ιταλ. (διαλεκτ.) salza]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go