Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάλαγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σάλαγος ο [sálaγos] Ο20 : (λαϊκότρ.) 1. η βουή, ο θόρυβος που κάνει ένα κοπάδι ζώων. || (λογοτ.): Ο ~ της μέρας δεν έχει κοπάσει ακόμα. Ο ~ της μάχης / του πολέμου. Ο ~ των κυμάτων / της θάλασσας. 2. η κραυγή του βοσκού με την οποία παρακινεί το κοπάδι να προχωρήσει ή να σταματήσει.

[σαλαγ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες