Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρόπτρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόπτρο το [róptro] Ο39 : εξάρτημα εξωτερικής πόρτας σπιτιού, το οποίο μπορούσε να χτυπήσει ο επισκέπτης πάνω στην επιφάνειά της για να του ανοίξουν: Mπρούτζινο ~ σε σχήμα σκαραβαίου.

[λόγ. < αρχ. ῥόπτρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες