Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρόδι
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόδι το [róδi] & ρόιδι το [r(ói)δi] Ο44 : ο καρπός της ροδιάς, που αποτελείται από λεπτό ξυλώδες περίβλημα μέσα στο οποίο περικλείεται ένας μεγάλος αριθμός μικρών κόκκινων σπόρων· (πρβ. ρόιδο).

[ρόιδι: μσν. ρόιδι < ελνστ. ῥοΐδιον (προφ. ίσως [r(ói)] ) υποκορ. του αρχ. ῥοιά· ρόδι: αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροδιά η [roδjá] Ο24 : δέντρο ή θάμνος που καλλιεργείται για τους καρπούς του: Άγρια / ήμερη / ανθισμένη ~.

[αρχ. ῥοδ(ῆ) μεταπλ. -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροδιακός -ή -ό [roδiakós] Ε1 : (λόγ.) ροδίτικος: Ροδιακά αγγεία. Ροδιακό ιδίωμα.

[λόγ. < ελνστ. Ῥοδιακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροδίζω [roδízo] Ρ2.1α : αποκτώ ρόδινο χρώμα· ροδοκοκκινίζω: Bάζουμε το κρέας σε δυνατή φωτιά για να ροδίσει. || (μτφ.): Ροδίζει η ανατολή / η αυγή, για το ρόδινο φως που απλώνεται στον ορίζοντα κατά την ανατολή του ήλιου. || (απρόσ., επέκτ.) χαράζει, ξημερώνει: Kαι μόλις ρόδισε, ανέβηκαν στα ζώα και συνέχισαν το ταξίδι.

[ελνστ. ῥοδίζω `είμαι σαν το ρόδο΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόδινος -η -ο [róδinos] Ε5 : 1.που έχει το ελαφρώς κόκκινο χρώμα του τριαντάφυλλου· ροζ, τριανταφυλλής: Ρόδινο χρώμα. Ρόδινα μάγουλα. H απαλή ρόδινη επιδερμίδα ενός μωρού. 2. (μτφ.) που προκαλεί συναίσθημα αισιοδοξίας: H κατάσταση δεν είναι ρόδινη, δεν επιτρέπει αισιοδοξία. ΦΡ τα βλέπω (όλα) ρόδινα (κι ωραία), ευχάριστα, είμαι αισιόδοξος από τη φύση μου.

[λόγ. < αρχ. ῥόδινος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόδιο το [róδio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) χημικό στοιχείο που ανήκει στην κατηγορία των μετάλλων.

[λόγ. < νλατ. rhodium < αρχ. ῥόδ(ον) -ium = -ιον (από το χρώμα του)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόδισμα το [róδizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ροδίζω.

[ροδισ- (ροδίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροδίτης ο [roδítis] Ο10 : ποικιλία σταφυλιού και κλήματος.

[ελνστ. ῥοδίτης (ενν. οrνος) `κρασί με άρωμα ρόδου΄ ίσως για σταφύλια κατάλληλα για τέτοιο κρασί]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροδίτικος -η -ο [roδítikos] Ε5 : που παράγεται ή που προέρχεται από τη Ρόδο ή που υπάρχει σ΄ αυτήν· ροδιακός: Ροδίτικα καράβια / πιάτα. Ροδίτικο κρασί / ιδίωμα. ~ χορός. Ροδίτικη ενδυμασία / φορεσιά.

[Ροδίτ(ης < Ρόδ(ος) -ίτης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες