Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρόγχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόγχος ο [róŋxos] Ο18 : θορυβώδης αναπνοή εξαιτίας έντονης αναπνευστικής δυσχέρειας: Επιθανάτιος ~, ο χαρακτηριστικός ρόγχος των ψυχορραγούντων.

[λόγ. < μσν. ρόγχος `βαθιά ανάσα΄ < ελνστ. ῥογχός `λαχάνιασμα΄ υποχωρ. (πρβ. λαϊκό ρόχος με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go