Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρωμιοσύνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρωμιοσύνη η [romnosíni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : (οικ., συναισθ.) ο νεότερος ελληνισμός, συνήθ. σε προτάσεις που μιλούν για τους αγώνες του, τα παθήματά του, τους ηρωισμούς και τις ελπίδες του: ~ μην την κλαις.

[ρωμι(ός) -οσύνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go