Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρυπαρογράφημα το [riparoγráfima] Ο49 : ως μειωτικός, περιφρονητικός χαρακτηρισμός κειμένου, δημοσιεύματος, με ιδιαίτερα υβριστικό, ανήθικο, άσεμνο κτλ. περιεχόμενο και ύφος· ρυπαρογραφία.
[λόγ. ρυπαρο(γράφος) -γράφημα]



