Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρυθμικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυθμικός -ή -ό [riθmikós] Ε1 : που γίνεται με ρυθμό: Tο ρυθμικό βήμα των στρατιωτών κατά την παρέλαση. Ρυθμική κίνηση. Ρυθμική γυμναστική και ως ουσ. η ρυθμική, γυμναστική κατά την οποία η εκτέλεση των ασκήσεων ακολουθεί το ρυθμό μουσικής. || που έχει ένα ζωηρό ρυθμό: Ρυθμικό τραγούδι / μουσικό κομμάτι. Ρυθμική μουσική / ποίηση. || ~ λόγος. ρυθμικά ΕΠIΡΡ με ρυθμό.

[λόγ. < αρχ. ῥυθμικός `που ανήκει στο ρυθμό΄ & σημδ. γαλλ. rythmique < λατ. rhythmicus < αρχ. ῥυθμικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες