Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρούπι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρούπι το [rúpi] Ο44 : υποδιαίρεση του (παλαιού) εμπορικού πήχη, ίση με το ένα όγδοό του ή με οκτώ εκατοστά του μέτρου. ΦΡ δεν κάνω / δεν το κουνώ (ούτε) ~, δε μετακινούμαι από θέση ή τόπο ή δεν αλλάζω άποψη, γνώμη.

[τουρκ. urup (< rub από τα αραβ.) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. ή < *rup (< rub) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρουπία η [rupía] Ο25 : νομισματική μονάδα της Iνδίας και του Πακιστάν.

[λόγ.< αγγλ. rupia < ινδικό rupīyā]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go