Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρούμι το [rúmi] Ο44α : οινοπνευματώδες ποτό με έντονο άρωμα και έντο νη γεύση, που παρασκευάζεται με την απόσταξη μελάσας, από ζαχαροκάλαμο ή ζαχαρότευτλο.
[ιταλ. rum, rumm(e) -ι < αγγλ. rum]



