Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ροχαλητό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροχαλητό το [roxalitó] Ο38 : ο ρόγχος της αναπνοής ανθρώπου που κοιμάται: Δεν πρόλαβε να ξαπλώσει και άρχισε το ~.

[ροχαλ(ίζω) -ητό]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go