Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρουφώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρουφώ [rufó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.7 : 1.πίνω υγρό εισπνέοντας βαθιά και με θόρυβο από το στόμα: ~ τη σούπα. ~ την πορτοκαλάδα με καλαμάκι. || ~ στρείδια / ένα αυγό / το μεδούλι. || Οι μέλισσες ρουφούν το νέκταρ από τα λουλούδια. ΦΡ ρούφα τ΄ αυγό* σου. ρούφα κι έρχεται / έφτασε, για κτ. που επίκειται να συμβεί ή, ειρωνικά, για κτ. που δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. 2. εισπνέω: Ρουφήξτε τον καθαρό αέρα της εξοχής. ~ τον καπνό από το τσιγάρο. || ~ την κοιλιά μου, εισπνέω βαθιά, ώστε να μπει μέ σα η κοιλιά. ~ τη μύτη μου. ~ τα μάγουλά μου. (έκφρ.) ρουφηγμένα μάγουλα*. 3. απορροφώ: Tο στυπόχαρτο ρούφηξε το μελάνι. Tο παντεσπάνι ρούφηξε όλο το σιρόπι. 4. (για θάλασσα, λίμνη κτλ.) τραβώ στο βυθό: Tον ρούφηξε η μαύρη θάλασσα. 5. (μτφ.) εξαντλώ, εξασθενώ κπ.: Tον ρούφηξε αυτή η γυναίκα. ΦΡ ~ το αίμα* κάποιου· ΣYN ΦΡ πίνω το αίμα κάποιου. 6. (μτφ.) διαβάζω ή ακούω με προσοχή κτ. ή κπ.: Ρούφηξα το βιβλίο σ΄ ένα βράδυ. Όλοι οι φοιτητές ρουφούσαμε τα λόγια του.

[μσν. ρουφώ < αρχ. ῥοφῶ `πίνω λαίμαργα΄ ( [ο > u] από επίδρ. του χειλ. [f] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες