Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρουσφέτι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρουσφέτι το [rusféti] Ο44 : χαριστική παροχή ή εξυπηρέτηση, που προσφέρει πολιτικός σε κάποιους με αντάλλαγμα την εύνοιά τους, την υποστήριξή τους ή πολιτικό, οικονομικό κτλ. όφελος: Προεκλογικά ρουσφέτια. Διορίστηκε με ~. || χάρη, εκδούλευση παράτυπη.

[τουρκ. rüşvet (από τα αραβ.) με αφομ. ηχηρ. [sv > sf] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go