Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρου
56 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρου το [rú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα ρο.

[από το φθόγγο που συμβολίζει το γράμμα ρο με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής αναλ. προς τα πρώτα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρουά το [ruá] Ο (άκλ.) : όρος στο σκάκι με τον οποίο ο ένας παίχτης επισημαίνει ότι με την τελευταία του κίνηση απειλεί το βασιλιά του άλλου· σαχ. (έκφρ.) ~ ματ*.

[λόγ. < γαλλ. roi]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρουά [ruá] Ε (άκλ.) : μόνο στο μπλε* ~.

[λόγ. < γαλλ. bleu roi]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρουβίδιο το [ruvíδio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στην κατηγορία των μετάλλων.

[λόγ. < νλατ. rubidium (-ium = -ιον) (ορθογρ. δαν.) < λατ. rubidus `καστανοκόκκινος΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρούβλι το [rúvli] Ο44 γεν. και ρουβλίου, ρουβλίων : η νομισματική μονάδα της Ρωσίας.

[λόγ. ρούβλιον < ρωσ. rublj -ιον (ορθογρ. δαν., πρβ. λαϊκό ρούμπλι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρούγα η [rúγa] Ο25α : (λογοτ.) δρόμος ή πλατεία. ΠAΡ Άσχημο στην κούνια*, όμορφο στη ~. || συνοικία, μαχαλάς.

[μσν. ρούγα < ιταλ. ruga]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρουζ το [rúz] Ο (άκλ.) : είδος καλλυντικού που το χρησιμοποιούν οι γυναίκες, για να βάφουν τα μάγουλα ή σπάνια τα χείλη· (πρβ. κραγιόν).

[λόγ. < γαλλ. rouge]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρουθήνιο το [ruθínio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στην κατηγορία των μετάλλων.

[λόγ. < νλατ. ruthen(ium) -ιον < μσνλατ. Ruthenia `Ρωσία΄ όπου πρωτοβρέθηκε]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρουθούνι το [ruθúni] Ο44 : το καθένα από τα δύο ανοίγματα της ρινικής κοιλότητας από τα οποία εισπνέουμε και εκπνέουμε: Bούλωσαν τα ρουθούνια μου. Tα υγρά ρουθούνια του κυνηγητικού σκύλου. ΦΡ μπαίνω στο ~ κάποιου, του γίνομαι ενοχλητικός. δεν άνοιξε / δε μάτωσε ~, δεν έγινε ούτε ο παραμικρός τραυματισμός ή διευθετήθηκε ειρηνικά η παρεξήγηση ή η διαφορά. ΣYN ΦΡ δεν άνοιξε / δε μάτωσε μύτη.

[μσν. ρωθώνιον υποκορ. του ελνστ. ῥώθων `μύτη΄, πληθ. ῥώθωνες `ρουθούνια΄ ( [o > u] από επίδρ. του [n] και υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρουθουνίζω [ruθunízo] Ρ2.1α : αναπνέω από τα ρουθούνια κάνοντας θόρυβο.

[ρουθούν(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες