Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρομφαία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρομφαία η [romféa] Ο25 : είδος πλατιού, μεγάλου και αμφίστομου σπαθιού: H πύρινη ~ των αρχαγγέλων.

[λόγ. < ελνστ. ῥομφαία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go