Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρομαντζάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρομαντζάρω [romandzáro] Ρ6α : κάθομαι και απολαμβάνω ένα ωραίο φυσικό τοπίο ή περιβάλλον, έχοντας διώξει από το νου μου κάθε σκέψη και έγνοια για την καθημερινότητα· κάνω ρομάντζα, ρεμβάζω.

[ρομάντζ(α) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες