Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ροκοκό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροκοκό το [rokokó] Ο (άκλ.) : καλλιτεχνικός ρυθμός που τον χαρακτηρίζει η κατάχρηση διακοσμητικών στοιχείων και η επιδίωξη μιας μάλλον εξεζητημένης χάρης: Tο ~ στην ξυλογλυπτική / στη γλυπτική / στη διακοσμητική. Tο ~ εμφανίστηκε στη Γαλλία κατά την περίοδο της αντιβασιλείας (1715-1753). || (ως επίθ.): Στιλ ~.

[λόγ. < γαλλ. rococo]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go