Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ροκανίδι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροκανίδι το [rokaníδi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : οι λεπτές φλούδες που αποσπώνται από μια ξύλινη επιφάνεια κατά την επεξεργασία της με ροκάνι. || (εν.) με περιληπτική σημασία.

[ροκάν(ι) -ίδι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go