Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροκέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροκέ το [roké] Ο (άκλ.) : όρος στο σκάκι, που σημαίνει την αλλαγή θέσεως μεταξύ πύργου και βασιλιά: Mικρό / μεγάλο ~.

[λόγ. < γαλλ. roquer (παλ. γαλλ. roc < περσ. ruh `πύργος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες