Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ροδοδάφνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροδοδάφνη η [roδoδáfni] Ο30 : δενδρώδης θάμνος με ωραία κόκκινα ή άσπρα άνθη, που καλλιεργείται ως διακοσμητικό φυτό ανοιχτών χώρων· πικροδάφνη: Οι ροδοδάφνες του παραλιακού δρόμου.

[λόγ. < ελνστ. ῥοδοδάφνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go