Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ροδακινιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροδακινιά η [roδakiá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο που καλλιεργείται για τους νόστιμους χυμώδεις και μυρωδάτους καρπούς του: Άγρια / ήμερη ~.

[μσν. ροδακινιά < ροδακινέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ροδάκιν(ον) -έα > -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go