Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδακινιά η [roδaki
á] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο που καλλιεργείται για τους νόστιμους χυμώδεις και μυρωδάτους καρπούς του: Άγρια / ήμερη ~. [μσν. ροδακινιά < ροδακινέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ροδάκιν(ον) -έα > -ιά]



