Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ριξιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριξιά η [riksxá] Ο24 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρίχνω. || ό,τι ρίχνει κανείς σε μια φορά, με μια κίνηση, σε μια στιγμή· (πρβ. ρίξιμο): Έφερε εξάρες με την πρώτη ~. Mε την τρίτη ~ πέτυχε το στόχο.

[ριξ- (ρίχνω) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go