Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρινόκερος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρινόκερος ο [rinókeros] Ο20 : μεγαλόσωμο παχύδερμο θηλαστικό που ζει στις θερμές χώρες της Aσίας και της Aφρικής και έχει ένα κέρατο στη μύτη και κάποτε ένα δεύτερο και μικρότερο στο μέτωπο.

[λόγ. < ελνστ. ῥινόκερ(ως) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες