Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρινοπλαστική η [rinoplastikí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική επέμβαση στη μύτη για το διόρθωμα ανωμαλιών στην εμφάνισή της.
[λόγ. < γαλλ. επίθ. rhinoplastique < ουσ. rhinoplastie < rhino- = ρινο- + plastie = πλαστική (-ique = -ικός)]