Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρινικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρινικός -ή -ό [rinikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή αναφέρεται στη μύτη του προσώπου: Ρινικά οστά. Ρινική χώρα. ~ κατάρρους, συνάχι. 2. (γλωσσ.) που προφέρεται με κλείσιμο στη στοματική κοιλότητα, έτσι ώστε ο αέρας να βγαίνει από τη μύτη· ένρινος2: Ρινικοί φθόγγοι. Ρινικά σύμφωνα. Ρινικά συμπλέγματα.

[λόγ. < αρχ. ῥιν- (ῥίς) `μύτη΄ -ικός μτφρδ. γαλλ. nasal]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go