Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ριμάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριμάρω [rimáro] Ρ6α : (για στίχους ποιήματος, λέξεις) ομοιοκαταληκτώ.

[ιταλ. rimar(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες