Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριζοσπαστικοποιώ [rizospastikopió] -ούμαι Ρ10.9 : μεταβάλλω κπ. ή κτ. σε ριζοσπαστικό, του δίνω χαρακτήρα ριζοσπαστικό· (συνήθ. παθ.): Tα πιο ριζοσπαστικοποιημένα κοινωνικά στρώματα.
[λόγ. ριζοσπαστικ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. radicaliser & αγγλ. radicalise]



