Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ριζοβολώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριζοβολώ [rizovoló] & -άω Ρ10.1α : βγάζω, απλώνω ρίζες και, συνήθ. μεταφορικά, σταθεροποιώ την ύπαρξή μου: Ριζοβόλησαν οι ιδέες της επανάστασης.

[ελνστ. ῥιζοβολῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go