Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ριγώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριγώ [riγó] Ρ10.11α : έχω, αισθάνομαι ρίγος.

[λόγ. < αρχ. ῥιγῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριγώνω [riγóno] Ρ1α μππ. ριγωμένος : χαράζω (με τη ρίγα, το χάρακα) ευθείες γραμμές σε μια επιφάνεια· χαρακώνω: Ριγωμένο χαρτί.

[ρίγ(α) -ώνω (διαφ. το αρχ. ῥιγῶ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριγωτός -ή -ό [riγotós] Ε1 : που έχει στην επιφάνειά του γραμμένες ή χαραγμένες ευθείες γραμμές· ριγέ: Ριγωτή κόλα χαρτιού. Ριγωτό ύφασμα.

[ριγώ(νω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες