Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ριγανάτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριγανάτος -η -ο [riγanátos] Ε3 : (για φαγητό) που έχει τη ρίγανη ως βασικό του μυρωδικό: Εντόσθια / συκωτάκια ριγανάτα. || (ως ουσ.) το ριγανάτο, είδος φαγητού με κρέας που έχει ως βασικό του συστατικό τη ρίγανη.

[ρίγαν(η) -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go