Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ρητινώδη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρητινώδης -ης -ες [ritinóδis] Ε11 : α.που περιέχει ρητίνη· ρητινούχος, ρητινοφόρος: Ρητινώδη δέντρα, που είναι πλούσια σε ρητίνες. β. που έχει τη μορφή ρητίνης.

[λόγ. < αρχ. ῥητινώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go