Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρητινώδης -ης -ες [ritinóδis] Ε11 : α.που περιέχει ρητίνη· ρητινούχος, ρητινοφόρος: Ρητινώδη δέντρα, που είναι πλούσια σε ρητίνες. β. που έχει τη μορφή ρητίνης.
[λόγ. < αρχ. ῥητινώδης]



