Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρητινέλαιο το [ritinéleo] Ο41 : α.έλαιο που παράγεται από διάφορες ρητίνες. β. αντί του ρετσινόλαδο.
[λόγ.: α: ρητίν(η) + έλαιον· β: παρετυμ. του ρετσινόλαδο]